ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΡΑΜΑ
Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Ερμηνεία: Γ. Αγγέλκος, Χρ. Καρτέρης, Βαγγ. Μουρίκης, Β. Χαραλαμπίδου, Γ. Συμεωνίδης, Κ. Κλεφτογιάννης, Μ. Ποντίκας
Και μόνο για τη στιγμή της αναπάντεχης συνάντησης, στο χιονισμένο τοπίο, μέσα σε ένα αντίσκηνο, εν σιωπή, ομάδας ανταρτών με φαντάρους, θα άξιζε ίσως να έχει γυριστεί η «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη. Στα λίγα λεπτά που διαρκεί, πυκνώνει μέσα από βλέμματα και χειρονομίες, με το φόβο να υποβόσκει και την καχυποψία να κυριαρχεί, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είναι ακριβώς εχθροί αλλά ασφαλώς ούτε φίλοι, μια αλήθεια. Και οι δυο πλευρές είναι πρόσωπα του ίδιου δράματος, του εμφύλιου πολέμου, «της ντροπής», όπως λέει ο παππούς (Θανάσης Βέγγος) που αναζητάει τη σορό του εγγονού του.
Από την έναρξη της ταινίας, οι προθέσεις γίνονται σαφείς: Στα πεδία των μαχών των Βαλκανικών Πολέμων χάθηκαν 12.000 Ελληνες στρατιώτες, στη Μικρασιατική Εκστρατεία 37.000, στην ιταλογερμανική επίθεση 15.000 και στον Εμφύλιο 70.000, στρατιώτες και αντάρτες, του Εθνικού και του Δημοκρατικού Στρατού. Στον Γράμμο και στο Βίτσι ενταφιάστηκε πολύς πόνος, πολύ μίσος, θρήνος, καημός, αγάπη και ενοχή. Και ο Παντελής Βούλγαρης προσπαθεί να αφαιρέσει στρώματα λήθης, ιστορίες θαμμένες, φράσεις που δεν καταγράφηκαν αλλά αποτέλεσαν υλικό αφηγήσεων, μέσα από την πορεία δύο ανήλικων αδελφών, του Ανέστη και του Βλάση, που στρατολογήθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Συνηθισμένος διχασμός στις οικογένειες της εποχής, που βίωσαν τον Εμφύλιο κομμένες στα δύο. Βίαια, οδυνηρά και ανεξίτηλα.
Η ταινία, σε πρώτη ανάγνωση, διαθέτει όλα τα συστατικά της επιτυχίας: συγκίνηση (ειλικρινή και πηγαία), καλογυρισμένες σκηνές μάχης όπου τα σύνολα «διασπώνται» επιδέξια σε άτομα, η κάμερα (συχνά στο χέρι) παρακολουθεί προσωπικές στιγμές, η ψηφιακή χρήση παραπέμπει σε μεγάλες παραγωγές, τα κινηματογραφημένα τοπία κόβουν την ανάσα, η «ψυχή βαθιά» κάθε φορά που ακούγεται ρυθμικά σαν σύνθημα των ανταρτών θολώνει την εικόνα. Τα δάκρυα ήταν κοινή εμπειρία στους θεατές της πρεμιέρας.
Ο Παντελής Βούλγαρης γνωρίζει πολύ καλά ότι χειρίζεται «άτιμους καιρούς, δύσκολους ανθρώπους». Επικεντρώνει στην ανθρώπινη τραγωδία, στο μετέωρο βήμα της Ιστορίας: «Πώς να κάνουμε πίσω; Σε ποια ζωή να γυρίσουμε ύστερα από όλα αυτά;» αναρωτιούνται οι αντάρτες. «Μας άφησαν μόνους».
Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί με τη συνείδηση, τη σχέση με τα γεγονότα, το συναίσθημα και το βλέμμα του δοκιμασμένου αριστερού. Προσπαθεί να είναι δίκαιος, να σεβαστεί τα όσα άκουσε και διάβασε στο μακρύ διάστημα της προετοιμασίας. Και εδώ, η μάχη είναι άνιση. Οι αιχμές κόβονται, το «κακό» βρίσκεται έξω από εμάς. Φταίνε οι Αμερικανοί που ήρθαν και οι Ρώσοι που δεν ήρθαν. Οι ξένες δυνάμεις έφεραν τις ναπάλμ, την καταστροφή, τον εμφύλιο σπαραγμό. Ο Π. Βούλγαρης αγγίζει τα τραύματα με προσοχή για να μη ματώσουν. Δεν αναψηλαφεί πληγές, τις θεωρεί δεδομένες. Οπου η αμηχανία τον κυκλώνει, καταφεύγει στην ποίηση της εικόνας, σε κινηματογραφικά στερεότυπα. Τα αντίπαλα χέρια που αγγίζουν το ένα το άλλο και το αναπάντητο ερώτημα «άραγε εμείς νικήσαμε», χορογραφεί το βάσανο, το νανουρίζει, αντί να το απογυμνώνει. Αυτό αναζητάμε 60 χρονιά μετά; Μπορεί και ναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου