Η Κυπριακή διάλεκτος, που συγκαταλέγεται στις ανατολικές ελληνικές διαλέκτους – με βάση τη διατήρηση ή μη του τελικού -ν, μαζί με το ιδίωμα της Χίου, της Ικαρίας, της Μικράς Ασίας (καππαδοκικά και ποντιακά). Είναι, ουσιαστικά, η αρχαιότερη ελληνική διάλεκτος που έχει επιζήσει, μαζί με τα Τσακωνικά, στο σύγχρονο κόσμο που επικρατεί η Νέα Ελληνική γλώσσα. Όσον αφορά τη διατήρηση ή όχι όλων των φωνηέντων, η Κυπριακή θεωρείται Νότια διάλεκτος· επιπρόσθετα, κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη βόρεια ή νότια διάλεκτο, έχει διατηρήσει τα διπλά σύμφωνα της αρχαίας ελληνικής. Έτσι, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η διάλεκτός μας είναι μια πολυδύναμη και πολυδιάστατη διάλεκτος που μπορεί να σταθεί δίπλα από τη νέα Ελληνική, όπως η διάλεκτος του Quebec δίπλα από τη Γαλλική.
Άλλος ένας λόγος για την ιδιομορφία της κυπριακής διαλέκτου είναι οι πάμπολλες ξένες προσμίξεις: αρχίζουμε με τις ...
Αραβικές επιδρομές (7ος – 9ος αιώνας), τη Φραγκοκρατία (1191-1458), την Ενετοκρατία (1458-1570), την Τουρκοκρατία (1570-1878) και την Αγγλοκρατία (1878-1959) και συνεχίζουμε με τις διάφορες εσωτερικές επιδράσεις από τις διάφορες εθνότητες που ζούσαν και ζουν στην Κύπρο (Αιγύπτιοι, Άραβες, Αρμένιοι, Λατίνοι, Μαρωνίτες, Τσιγγάνοι). Να αναφέρουμε επίσης, σε μικρότερο βαθμό, την επίδραση της Λατινικής (επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ.). Η κυπριακή διάλεκτος είναι η μόνη ελληνική διάλεκτος που έχει δεχθεί επιδράσεις από τη Γαλλική, όπως επίσης είναι η μόνη ελληνική διάλεκτος που δεν έχει πάρει λέξεις από τα αλβανικά ή τις σλαβικές γλώσσες. Οι λέξεις της κυπριακής διαλέκτου μπορούν να διαχωριστούν σε:
α). Λέξεις της πανάρχαιας Κυπριακής διαλέκτου των Αχαιών.
β). Λέξεις της κλασσικής εποχής και του Ομήρου.
γ). Λέξεις της κοινής ελληνιστικής (Ευαγγέλια, Καινή Διαθήκη, Εκκλησία).
δ). Βυζαντινές και λατινικές.
ε). Γαλλικές (φράγκικες, αρχαιογαλλικές και προβηγκιακές) και ιταλικές (ενετικές).
ζ). Αραβικές (από επιδρομές και εποικισμούς).
η). Τουρκικές.
θ). Αγγλικές.
Όπως καταλαβαίνετε, ο κάθε λαός μας έχει αφήσει κάποιες λέξεις, τις οποίες εμείς αφομοιώσαμε στη διάλεκτό μας. Έτσι, μελετώντας τα διάφορα κυπριακά λεξικά, θα βρούμε πάρα πολλές αφομοιωμένες ξένες λέξεις, παράλληλα με τις αρχαίες ελληνικές λέξεις. Σήμερα, οι κάτοικοι της Κύπρου, είτε είναι Ελληνοκύπριοι, Αρμένιοι, Λατίνοι ή Μαρωνίτες, είτε είναι Τουρκοκύπριοι μιλούν την κυπριακή διάλεκτο με τις τοπικές της ιδιομορφίες. Αξιόλογα είναι τα Κυπριακά Λεξικά και Γραμματικές που κυκλοφορούν· απ’ αυτά ξεχωρίζουν το «Ετυμολογικό Λεξικό της Ομιλούμενης Κυπριακής Διαλέκτου» και η «Γραμματική της Ομιλούμενης Κυπριακής Διαλέκτου» του Κυριάκου Χατζηιωάννου (Εκδόσεις Ταμασός), όπως και το «Λεξικό ετυμολογικό και ερμηνευτικό της Κυπριακής διαλέκτου» του Κωνσταντίνου Γιαγκουλλή (Βιβλιοθήκη Κύπριων λαϊκών ποιητών αρ. 54).
Αν και υπάρχουν συνολικά 18 ιδιώματα της Κυπριακής διαλέκτου, τα επικρατέστερα σήμερα είναι αυτά της Πάφου, της Μόρφου, της Λεμεσού, των Κοκκινοχωριών, το Ορεινό και της Λευκωσίας, με μικρές διαφορές μεταξύ τους, αν εξαιρέσουμε το ιδίωμα της Μόρφου (υπερβολικό κράτημα της φωνής), της Πάφου (βαρετή, ελλειπτική προφορά) και των Βουνών (πολύ γρήγορη ομιλία). Σήμερα, ο περισσότερος κόσμος έχει αλλοιώσει την εγγενή προφορά του, ακριβώς λόγω της επίδρασης της κοινής νεοελληνικής από τα διάφορα μέσα εκπαίδευσης και επικοινωνίας· θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Κυπριακή είναι η μόνη ζωντανή ελληνική διάλεκτος, αν εξαιρέσουμε τη νοτιοϊταλική (που φθίνει, αν και έχουν ληφθεί νομικά μέτρα για τη διατήρησή της), την ποντιακή (που έχει γίνει κράμα ελληνικών, ρωσσικών και τουρκικών) και τη βορειοελλαδική – μακεδονοβλαχική [που η διαφορά της από την κοινή νεοελληνική συνίσταται στην προφορά του λ και την αποβολή μερικών φωνηέντων: το πλι πέτσε (το πουλί πέτασε)].
Να αναφέρουμε ότι η διατήρηση της κυπριακής διαλέκτου, έστω και με αρκετά νεοελληνικά στοιχεία, είναι ηθική υποχρέωσή μας, σαν Κύπριοι. Η χρήση της θα πρέπει να γίνεται με σύνεση και σοφία, για να μπορούμε να διακρίνουμε το τι ανήκει στη διάλεκτο και τι στη νέα Ελληνική, αλλά και να μας επιτρέψει να μπορούμε να ανανεώνουμε το λεξιλόγιό μας όσο το δυνατό, διασταυρώνοντας τη γνώση και την ευφράδεια με τη διαλεκτική χρήση.
Ορθογραφικό-Ερμηνευτικό λεξικό Κυπριακής Διαλέκτου (απόσπασμα)
A
ακκάννω: δαγκώνω
αλόπως: μήπως, πιθανώς
αμινιάζω: υπολογίζω
αμπλέπω: βλέπω
αμπούστα: κουτί
αντζελοσσιάστηκα: τρόμαξα
αντινάσσω: τινάζω
αξινόστραφη: ανάποδη
απόπατος: αποχωρητήριο
άππαρος: άλογο
αππιθκιά: αχλαδιά, ένδειξη κοντινού χώρου
άρκοψες: αύριο βράδυ
αρμαρόλα: μικρή ντουλάπα
αρφός, αρφή: αδελφός, αδελφή
ασσιελιά: ένα σκέλος (για μήκος)
ατζία: άκρη του ψωμιού
αφτένω: ανάβω
άψε το: άναψε το
αψιουρίζομαι: φταρνίζομαι
Β
βάκλα: η ουρά του προβάτου
βαρκούμαι: βαριέμαι
βαστώ: κρατώ
βίτσα: μαγγούρα, έγινες ~ αδυνάτισες
βλαντζί: συκώτι
βόρτακος: βάτραχος
βόρτος: χοντρός
βούκκα: μάγουλο
βουκκαλλέτικον: μπούλλης
βουναλλούι: μικρός λόφος
βούρνα: νεροχύτης
βουρώ: τρέχω
βρίξε: σώπα (προστακτική)
Γ
γάρος: γαϊδούρι
γιουτά μου: με βολευεί
Δ
δισκοθήκη: ντίσκο
δρώμα: ιδρώτας
Ε
εβόλυσα: πάτησα λάσπες
ελαόθικα: τρελάθηκα
ελύσσιασα: πεινάω πολύ (έχω λυσσάξει από την πείνα)
έππεσεν το αρφάλι μου: πεθαίνω της πίνας (έπεσε ο αφαλός μου)
έρκουμαι: έρχομαι
έσιει: έχει
έσσω: μέσα
εφάτσησα: χτύπησα
Ζ
ζάβαλλι: αλίμονο
ζαβός: στραβός
ζάμπα: μπούτι
ζίλικουρτι: σκασμός
ζώλος: άσχημη μυρωδιά, βρωμιά
Η
ήντα: τι
ήντα μπον τούτον; : τι είναι αυτό;
Θ
θκιούλλα: θεία
θωρώ: βλέπω
Κ
καϊλώ: δέχομαι
κάκκαφα: πολύ ανώμαλα εδάφη
καλώ: αμέ
καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
καρκασιαλλίκκι: φασαρία
καρκόλα: κρεβάτι
καρτζί: απέναντι
κάττος: γάτα
κατρακύλα: τσουλήθρα
κατσιαρίζω: κάνω θόρυβο
καύκει: καίει
κάφκα: ερωμένη παντρεμένου άντρα
κκελλέ: κεφάλι
κκελλέ κουλούμπρα: αγύριστο κεφάλι
κόλλα: χαρτί
κοτζιάκαρη: γερόντισσα
κοτολεττα: μπριζόλα
κούλλουφος: ατημέλητος
κουφή: φίδι
κρούζω: καίω
κρώννουμαι: ακούω, συμβουλεύομαι
κωλοσύρνω: τραβώ
Λ
λαλώ λέω
λαός λαγός
λάου λάου σιγά σιγά
λάσσω γαυγίζω
λαφαζάνης αυτός που λέει βλακείες (εξωπραγματικά γεγονότα)
λίξης λιγούρης
λυσσιάρης λιγούρης
λυσσιοπεινώ πεθαίνω της πίνας
λουβώ μαδάω
λούκκος λακκάκι, τρύπα στο έδαφος
Μ
μαΐρισσα κατσαρόλα
μαϊττάππι κορόιδεμα
μαλαχτός μαλακός, ο ευάλωτος
μαννός ηλίθιος
μάππα μπάλα
μάππουρος κουκουνάρι
μαυρού Φιλιππινέζα, Σριλανκέζα
μεζετζής αυτός που του αρέζουν οι μεζέδες
μίλλα λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια)
μιτσής μικρός
μοτόρα μοτοσυκλέτα
μούλος/λα μουλάρι
μουτταρκά κορυφή
μούττη μύτη, κορυφή
μούχτιν δωρεάν
μιάλος μεγάλος
Ν
νησιάνι διακριτικό υπαξιωματικού (γαλόνια)
ντζίζω αγγίζω
Ξ
ξημαρισμένος λερωμένος
Ο
όϊ όχι
ολάν τι νόμιζες
οξά ή
όξινο λεμόνι, ξινό
ούσσου σιώπα (προστακτική)
ούτσιαλι πολύ φαΐ (φάγαμε το …. μας!)
Π
παγκούι παγκάκι
παουρίζω φωνάζω
παπίλλαρος τα πρώτα σύκα
παπίρα πάπια
πάππαλλα τέλος
παραπόττης αυτός που κάνει ατιμίες
παρπέρης κουρέας
πασιαμάς χαβαλές
πασιής παχύς
πατανία κουβέρτα
πατσαρκά χαστούκι
πατσιαούρι πατσαβούρα
πατταλόνι παντελόνι
παττίχα καρπούζι
πεζούνι περιστέρι
πιθκιαβλοζάμπης τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (ελλ. αυλός)
πιλέ ήδη
πίσσα τσίχλα
πιττώνω πλακώνω
ποδά απ’ εδώ
ποθκιάντροπος ξεδιάντροπος
ποΐνες μπότες
πολογιάζω διώχνω
πομιλόρι ντομάτα
πόμπα βόμβα
ποξαμάτι παξιμάδι
πορνόν πορνόν πρωί πρωί
πότσα μπουκάλα
ποτζεί απ’ εκεί
πουλλαόφωνος άντρας που μιλά με λεπτή φωνή
πουπούξιος κουκουβάγια
πόφκαλες με με κούρασες
ππαραόπιστος τσιγκούνης, φυλάργυρος
ππεζεβένκης κερατάς
ππούλλι βλήμα (ηλίθιος)
ππουνιά γροθιά
ππουρτού (τα) συμπράγκαλα (υπάρχοντα)
πρότσα πιρούνι
πυρκόλα του την χτύπα τον
πύρουλλος, πυρά ζέστη, καύσωνας
Ρ
ρέσσω περνώ
ριάλια λεφτά
ρότσος πέτρα
Σ
σαντανοσιά ανακατωσούρα
σιακατούρι κατηφόρα
σιεηττάνης σατανάς, πονηρός
σιέσιης δειλός
σιονώνω χύνω
σιόρ κύριος
σιουτζιούκκος παραδοσιακό κυπριακό γλυκό από μούστο (μοιάζει με δυναμίτη)
στέκκα λεπτός/ή
στράτα δρόμος
σύξηλος άναυδος
συνάω μαζεύω
συντυχάνω μιλώ
σύρνω ρίχνω
Τ
τάβλα τραπέζι / κρεβάτι
τάνγκα ακριβώς
ταπέλλα πινακίδα
ττάππος κοντός / τάπα
τατάς νονός
τζαι και
τζυλώ κυλάω
τζείνη αυτή
τζείνος αυτός
τζιαμέ εκεί
τζιενκένης τεμπέλης
τζισβές μπρίκι
τζοιμισμένος κοιμισμένος
τζυλώ κυλώ
τουρτουρώ κρυώνω
τσαέρα καρέκλα
τσεντί πορτοφόλι
τσιλλώ πλακώνω
τσούρα κατσίκα
Φ
φακκώ χτυπώ
φάουσα σκασμός
φιλούθκια φιλάκια
φκάλλω βγάζω
φκιολί βιολί
φκιόρο λουλούδι
φλόκκος σφουγγαρίστρα
φόκος φωτιά
φουντάνα βρύση
Χ
χάι χούι χαβαλές
χαμέ κάτω
χαρτωμένος αρραβωνιασμένος
χογλά βράζει
χτηνό ζώο (κάποιος πολύ δυνατός)
χτητζιολοά βρωμάει άσχημα
χτιτζιόν αηδία, πολύ βρώμικο
Ψ
ψατζή κρυο
51 ΕΤΩΝ! Έφυγε από τη ζωή ο (πρωταθλητής δρομέας) Σάκης Σιδέρης...
-
Έφυγε από τη ζωή ο δρομέας και πρωταθλητής σε μεγάλες και δύσκολες
αποστάσεις, Σάκης Σιδέρης, προδομένος από την καρδιά του σε ηλικία 51 ετών,
αναφέρει ο ...
Πριν από 1 ώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου